Θραύση έκαναν τα εσπεριδοειδή στην τοπική αλλά και παγκόσμια αγορά την περίοδο των απαγορεύσεων μετακίνησης. Η θρεπτική τους αξία και οι ευεργετικές ιδιότητές τους για το ανοσοποιητικό σύστημα, οδήγησαν ολοένα και περισσότερους καταναλωτές στο να προτιμήσουν μαζικά αυτά τα προϊόντα, με αποτέλεσμα να εκτοξευθεί η τιμή τους λόγω της ζήτησης. Οι καλλιεργητές εσπεριδοειδών είναι ίσως από τους ελάχιστους στον πρωτογενή τομέα που, λόγω της πανδημίας, όχι μόνο διατήρησαν τη θέση τους, αλλά αύξησαν και τις πωλήσεις τους στην εσωτερική και εξωτερική αγορά. Η πρώτη σκέψη ήταν ότι η ενίσχυση της άμυνας του οργανισμού προέρχεται από τα εσπεριδοειδή, κάτι που επιβεβαιώθηκε και από την προσέλευση των καταναλωτών σε μανάβικα και λαϊκές αγορές. Όπως τονίζουν στο achaianew.gr παραγωγοί από την Δυτική Αχαΐα:
«Ήταν μια καλή χρονιά για τα εσπεριδοειδή και για το λεμόνι και για το πορτοκάλι. Δεν έχουμε μεγάλες παραγωγές όμως είναι μεγάλη η ζήτηση από την αγορά και πολύ καλές οι τιμές που ο παραγωγός απολαμβάνει. Οι εξαγωγές συνεχίζονται και έπαιξε σημαντικό ρόλο η πανδημία του κορωνοϊού. Ο κόσμος θυμήθηκε, γιατί το είχε ξεχάσει, τη χρησιμότητα του πορτοκαλιού και του λεμονιού».
Η παραγωγή εξάγεται σε χώρες της Ευρώπης, μεταξύ αυτών Γερμανία, Πολωνία, Ουγγαρία. Εκείνο που διαπιστώνεται το τελευταίο διάστημα είναι μεγάλη εμπιστοσύνη στους Έλληνες εξαγωγείς. Και αυτό οφείλεται στα χαμηλά κρούσματα κορωνοϊού στη χώρα μας αλλά κυρίως στον τρόπο που αντιμετώπισε την πανδημία. Και πλέον απέκτησε μεγάλη εμπιστοσύνη από τις χώρες του εξωτερικού, χάρη στους εξαγωγείς οι οποίοι διαθέτουν όλες τις απαραίτητες πιστοποιήσεις για την συσκευασία αυτών των προϊόντων, απαλλαγμένων από οποιαδήποτε ασθένεια.
Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι λόγω της πανδημίας δεν γίνονταν εισαγωγές εσπεριδοειδών από το εξωτερικό, επειδή δεν υπήρχε εμπιστοσύνη ων Ελλήνων καταναλωτών σε προϊόντα από τρίτες χώρες. Τα προηγούμενα χρόνια υπήρχε ένα κατακλυσμός εισαγωγών από Αίγυπτο, Βραζιλία, Αργεντινή και Τουρκία με αποτέλεσμα να συμπιέζονται οι τιμές της εγχώριας παραγωγής. Ήταν μάλιστα προϊόντα χαμηλής ποιότητας σε σχέση με τα εγχώρια.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ