Μετά την αλλαγή του εκλογικού νόμου για τις βουλευτικές εκλογές, έπονται δύο ακόμη αλλαγές: η αντιμετώπιση των παθογενειών του εκλογικού νόμου για τις ευρωεκλογές και η κατάργηση της απλής αναλογικής στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Αυτό προκύπτει από την ομιλία του αρμόδιου υφυπουργού Εσωτερικών και παλαιού γνώστη των εκλογικών συστημάτων, Θοδωρή Λιβάνιου, στην εκδήλωση που διοργάνωσε το Ινστιτούτο Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Η παρατήρηση του διευθυντή του Επιστημονικού Συμβουλίου του Ινστιτούτου και συντονιστή της συζήτησης, Πάνου Σταθόπουλου ότι ο εκλογικός νόμος των επόμενων εκλογών είναι το δεύτερο πιο αναλογικό σύστημα της υφηλίου (μετά από εκείνο της Ολλανδίας) έδωσε την… πάσα στον Θ. Λιβάνιο να ξεκινήσει την ομιλία του χαριτολογώντας, ότι ξεκινήσαμε για Δανία του Νότου αλλά γίναμε Ολλανδία του Νότου.
Εισαγωγικά, ο αρμόδιος υφυπουργός υπογράμμισε τη συνέπεια, όπως είπε, της παρούσας κυβέρνησης δεδομένου ότι η κατάργηση της απλής αναλογικής ήταν κεντρική εξαγγελία της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη. Η κυβέρνηση δεν αιφνιδίασε, συνέχισε, αντιθέτως ανακοίνωσε την πρότασή της σε χρόνο που δεν συνδέεται με τις εκλογές, χωρίς πολιτικούς υπολογισμούς και σκοπιμότητες. Η χώρα έχει ανάγκη από σταθερότητα, τόνισε εξάλλου.
Ταυτοχρόνως υπερασπίσθηκε το κλιμακωτό bonus ως δικαιότερο σύστημα, με την ταυτόχρονη επισήμανση ότι δεν ευθύνεται ο εκλογικός νόμος για το σχηματισμό αυτοδύναμων κυβερνήσεων ή κυβερνήσεων συνεργασίας (έφερε μάλιστα ως παράδειγμα τις κυβερνήσεις συνεργασίας του 2012 και του 2015, παρά το bonus δηλαδή).
«Ο νέος εκλογικός νόμος είναι πιο αντιπροσωπευτικός από αυτόν που ίσχυε έως τις προηγούμενες εκλογές. Καμία αυτοδυναμία με ποσοστό κάτω του 25% - κλιμακωτή πριμοδότηση με έδρες έως το ποσοστό του 20%. Τα μικρά κόμματα θα ελάμβαναν ακριβώς τον ίδιο αριθμό εδρών» τόνισε ο κ. Λιβάνιος.
Πρόσθεσε μάλιστα πως πραγματικά πλειοψηφικό σύστημα έχουν, χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία ή οι Ηνωμένες Πολιτείες και σημείωσε: «Με τα ποσοστά της -του περασμένου Ιουλίου- με τον νόμο του 1990 (νόμο Κούβελα) η ΝΔ θα κατείχε σήμερα 185 έδρες».
Ο Θ. Λιβάνιος έδωσε μάλιστα και κάποια παραδείγματα, με τις πέντε παραμέτρους του παρακάτω πίνακα:
[1] Τον νόμο που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ και «απειλεί» να εφαρμοστεί στις επόμενες εκλογές.
[2] Την πρόταση του ΚΙΝΑΛ (Μπόνους 20 εδρών στο 25%, +1 έδρα για κάθε +1% μέχρι 35 έδρες στο 40%), που αποδίδει στα συγκεκριμένα αποτελέσματα μπόνους 34 εδρών.
[3] Μία παραλλαγή του [2] με 25 έδρες στο 25%, +1 έδρα για κάθε +1% μέχρι 40 έδρες στο 40% (δίνει μπόνους 39 εδρών, δηλ. σχεδόν οι 40 έδρες του νόμου Σκανδαλίδη).
[4] Τον νόμο του 2008 που ίσχυε από το 2012 μέχρι το 2019 (μπόνους 50 εδρών).
[5] Τον εκλογικό νόμο του 1990 που εφαρμόστηκε στην περίοδο 1993-2004.
Τελειώνοντας όμως με τον απολογισμό, ο υφυπουργός Εσωτερικών μίλησε στη συνέχεια για το από εδώ και πέρα: εν πρώτοις το… ξενύχτι των εκλογών θα αποτελέσει παρελθόν από τις επόμενες εκλογές, καθώς η σύνδεση όλων των εκλογικών συστημάτων με το αυτόματο σύστημα θα δίδει τη δυνατότητα για τελικό αποτέλεσμα ως τις 10 το βράδυ και καταμετρημένους τους σταυρούς προτίμησης μέχρι τα μεσάνυχτα.
Εν συνεχεία δε, κατέθεσε τον προβληματισμό του για το εκλογικό σύστημα των ευρωεκλογών: το ενδεχόμενο, κόμμα με λιγότερες ψήφους να κερδίζει περισσότερες έδρες, πρέπει να σταματήσει, ήταν μια πρώτη παρατήρηση, με τον Θ. Λιβάνιο να μην κρύβει τον προβληματισμό του για το σταυρό προτίμησης και πώς ευνοούνται εκείνοι που είναι τηλεοπτικά αναγνωρίσιμοι. Προανήγγειλε δε, και σύντομα μάλιστα, τη συζήτηση αν θα υιοθετηθεί η λίστα ή αν θα τεμαχιστεί η επικράτεια σε 4-5 περιφέρειες.
Αναφορικά με τις αυτοδιοικητικές εκλογές, ο υφυπουργός Εσωτερικών κατέδειξε το στόχο για πλειοψηφία του δημάρχου/ περιφερειάρχη στο αντίστοιχο συμβούλιο και έφερε το πρόσφατο παράδειγμα της Πάτρας, εκεί όπου ο δήμαρχος θα κληθεί φέτος να εφαρμόσει τον προϋπολογισμό που υπερψήφισαν τα, συνασπισμένα, κόμματα της αντιπολίτευσης.
Κλείνοντας με μια παρατήρηση για το εκλογικό σύστημα των βουλευτικών εκλογών, ο Θ. Λιβάνιος θύμισε ότι από το 2009 έχει ταχθεί υπέρ του γερμανικού μοντέλου αλλά προσαρμοσμένου στην ελληνική πραγματικότητα, πλην όμως χαρακτήρισε τη συζήτηση αυτή φιλολογικού ενδιαφέροντος τη στιγμή αυτή.