Του Ιωάννη Μόσχου, Αρχαιολόγου
Μέρος Ζ΄
Η πίστη στην επιβίωση της ψυχής μετά από τον θάνατο και στην αθανασία της ήταν κοινός τόπος στην αρχαία Ελλάδα. Η ύπαρξή της ή όχι και η αέναη επιβίωσή της απασχόλησαν φυσικά κατεξοχήν τη φιλοσοφία. Ο ευρύτερος αυτός σκεπτικισμός άρχισε να αναπτύσσεται από τον 6ο αι. π.Χ. και διαμόρφωσε τα πλαίσια για διαφορετικές δοξασίες. Οι όποιες προτάσεις και ιδέες για να βρούν απήχηση και να γίνουν πιστευτές, έπρεπε αρχικά να στηρίζονται σε υπαρκτές πεποιθήσεις και να συνοδεύονται στα νεώτερα χρόνια από επαρκή «αποδεικτικά» στοιχεία, με επίκληση σε διαφορετικές επιστήμες και στην ίδια τη γεωγραφία, οι θέσεις της οποίας επίσης μεταβλήθηκαν στο πέρασμα των χρόνων.
Λίγο αργότερα εμφανίζονται οι πρώτες σοβαρές αβεβαιότητες, που διαδίδονται στον κόσμο των ιδεών. Από την εποχή του Σωκράτη ο πειρασμός της αμφιβολίας σταδιακά αναπλάθεται ως τους Στωικούς και τους Επικούρειους, δηλαδή στις αρχές του 3ου αι., όταν σχηματίζεται η διαφορετική αντίληψη ότι και η ψυχή είναι τελικά ύλη, που χάνεται μαζί με το σώμα μετά από τον θάνατο. Σύμφωνα με αυτήν τη δοξασία, που ήταν πολύπλευρα αιρετική ακόμα και για την ύπαρξη της έννομης τάξης και την επιβίωση των πολιτικών θεσμών, οι θεοί ήταν απολύτως αδιάφοροι για την ψυχή και την τύχη της και δεν είχαν απολύτως κανένα ρόλο (ούτε) σε αυτόν τον τομέα. Επομένως, οι οργανωμένες σε κράτη πολιτείες του ελληνικού κόσμου προωθούσαν ή ήταν υπέρμαχες της ιδέας της μεταθανάτιας ζωής, η οποία προϋπέθετε την ύπαρξη των θεών. Η συλλογική αυτή ιδέα από τους πολίτες αποτελούσε συνεκτικό κρίκο, εξασφάλιζε τη συνοχή της πολιτείας και ερμήνευε την ηθική της υπόσταση, κάτι που βρίσκει αντίστοιχο στην «ελέω θεού» μοναρχία. Δεν πρέπει, επίσης, να λησμονούμε ότι η ίδρυση των πόλεων-κρατών αποτέλεσε το πολιτικό επιστέγασμα της κοινής λατρείας γειτονικών κοινοτήτων, που συνενώθηκαν σε πόλη-κράτος με αφορμή μία κοινή συλλογική θρησκευτικότητα.
Ωστόσο, οι ανατρεπτικές αυτές ιδέες δεν έγιναν ποτέ κυρίαρχες στον απλό κόσμο, που ήθελε να πιστεύει ότι μπορούσε να «ζήσει» πολύ περισότερο από τη σύντομη παρουσία του στον επάνω κόσμο. Σε αυτό φαίνεται να συνέβαλε και η ίδια η φιλοσοφία, έστω και εάν πρέσβευε τελείως διαφορετικές απόψεις. Με την επίδρασή της, η πορεία της ψυχής προς τον άλλο κόσμο και η θέση της εκεί μεταβλήθηκαν με το πέρασμα των αιώνων, έχοντας ως αποτέλεσμα και τη μεταβολή των πεποιθήσεων σχετικά με τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά του Αδη. Οι μεταβολές αυτές ήταν προς το όφελος της ψυχής και επομένως οι ζωντανοί είχαν περισσότερα και καλύτερα πράγματα να περιμένουν.
Η χειρότερη περίοδος για την ψυχή ήταν στην εποχή του Ομήρου, οι προοπτικές της οποίας ήταν δυσοίωνες. Το καλύτερο που θα μπορούσαν να ελπίζουν οι ζωντανοί ήταν ότι η ψυχή τους δεν θα κατέληγε στο βάθος του Τάρταρου, στο κατώτερο δηλαδή σημείο του Κάτω Κόσμου και στο χειρότερο, που ήταν προορισμένο για τους επιφανείς εγκληματίες. Η περίπτωση των τελευταίων αποτελεί ωστόσο ένα πρώιμο στάδιο, στο οποίο ενυπάρχει η κρίση των ψυχών από τους θεούς, μία πεποίθηση που δυναμώνει στο πέρασμα των αιώνων με την επίδραση της φιλοσοφίας και των μυστηριακών τελετών και τη φιλοσοφική αναζήτηση της αρετής και των τρόπων βελτίωσης της ψυχής. Στον Ομηρο η κρίση των ψυχών, που επίσης απαιτεί έναν τόπο για να γίνει, είναι άμορφα σχηματισμένη αλλά πάντως υπαρκτή, εάν τα σχετικά ελάχιστα χωρία στα έπη δεν αποτελούν μεταγενέστερες προσθήκες. Κατά τα λοιπά η κρίση αυτή δεν φαίνεται να επηρεάζει τη ζωή των κοινών θνητών, η ψυχή των οποίων ως σκιά πετά απαρέγκλιτα προς τον σκοτεινό και μουχλιασμένο κόσμο του Αδη, όπου θα παραμείνει στο διηνεκές σε μία άθλια κατάσταση, αναπολώντας τη ζωή. Μόνο ελάχιστοι με θεϊκή καταγωγή ή εξ αγχιστείας θεϊκή συγγένεια θα φτάσουν στα νησιά των Μακάρων, στο περιθώριο του γήινου δίσκου της ζωής.
Η συνέχεια την επόμενη εβδομάδα