Ολοι μας ανεξαιρέτως συμπάσχουμε με το θύμα της δολοφονικής επίθεσης με βιτριόλι, καθώς η άτυχη γυναίκα υπέστη βαρύτατες σωματικές βλάβες (η βαθμονόμηση του εγκλήματος θα γίνει αρμοδίως). Πέραν τούτου, όμως, υπέστη και ανείπωτη ηθική βλάβη, καθόσον τα σημάδια του εγκλήματος είναι μόνιμα στο σώμα της. Θα είναι πάντοτε παρόντα, και μάλιστα σε σημείο εμφανές και αναπόφευκτο, κατά τρόπο που η ίδια δεν θα μπορεί να θωρήσει τον εαυτό της δίχως να βλέπει και τα σημάδια αυτά. Δίχως να θυμάται κάθε μέρα εν τέλει (κοιτώντας τον εαυτό της στον καθρέπτη), τον τραυματισμό, τις κακώσεις και την αλλοίωση των φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών της. Δίχως ανασύσταση του όλου επεισοδίου επαναληπτικά. Ο καθρέπτης θα της επιστρέφει αδυσώπητα και για πάντα την παραμορφωμένη εικόνα της και, μαζί με αυτήν, την ανάμνηση του οδυνηρού περιστατικού.
Αρχικά, η γυναίκα αυτή τυγχάνει θύμα ενός στυγερού εγκλήματος, και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπίζεται. Με σεβασμό και αξιοπρέπεια. Οποιαδήποτε επιχειρηματολογία εμφιλοχωρεί στις συζητήσεις μας, έστω και καθ' υπαινιγμόν, για τυχόν συμπεριφορές ή ενέργειες του θύματος, που δήθεν όπλισαν το χέρι των αυτουργών (φυσικών και ηθικών) διολισθαίνουν στη σφαίρα του κουτσομπολιού και εξάπτουν ταπεινά και μόνον ένστικτα. Πολλώ δε, μάλλον απέχουν παρασάγγας από τον οφειλόμενο σεβασμό στο θύμα και το μαρτύριο, που βιώνει αυτήν την στιγμή.
Είναι δυνατόν να ανεβαίνουν στα χείλη μας ερωτήσεις με περιεχόμενο «δεν μπορεί, κάτι θα έκανε κι αυτή»; Μία τέτοια συμψηφιστική λογική δεν αντέχει στο αξιακό και δικαιϊκό μας σύστημα. Τέτοιοι συμπερασμοί είναι ανεπίτρεπτοι. Ο,τι και αν προηγήθηκε του εγκλήματος, εάν όντως προηγήθηκε, δεν αιτιολογεί και δεν καθαγιάζει το έγκλημα. Δικαιούμαστε να αναζητήσουμε την αλήθεια, αλλά όχι μεροληπτικά, όχι με διάθεση ανθρωποφαγίας, όχι με πρόθεση να επισυνάψουμε άκριτο ψόγο στο θύμα. Γιατί ένας τέτοιος εύκολος ψόγος εις βάρος του θύματος, αυτομάτως δικαιολογεί το έγκλημα. Ακόμα και να προηγήθηκε συμπεριφορά του θύματος, που να προκάλεσε το δράστη, υπό οιανδήποτε μορφή, θα ανιχνευθεί από τα ποινικά δικαστήρια, κατά τρόπο δικονομικό και σε αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας. Υπό προϋποθέσεις αντικειμενικές και σε καθεστώς δίκαιης δίκης. Ξεκάθαρα πράγματα: εικασίες, φαντασιοκοπήματα και κουτσομπολιά για την άτυχη γυναίκα, το βίο της και την συμπεριφορά της, αφενός μεν είναι ανάρμοστες και δεν εξυπηρετούν το σεβασμό μας προς το θύμα, που πάσχει αυτή την στιγμή, αφετέρου ανοίγουν ανεπαίσθητα την κερκόπορτα στο έγκλημα, το οποίο και νομιμοποιούν κατά κάποιο τρόπο.
Εκ παραλλήλου, σε μία συντεταγμένη και ευνομούμενη κοινωνία, που διέπεται από ρυθμιστικούς κανόνες ανθρωπίνων συμπεριφορών, η αυτοδικία έχει εξοβελιστεί αμετάκλητα. Η δημοκρατική κοινωνία αρθρώνει τους αρμόδιους θεσμούς, όπως η Δικαιοσύνη, τους μόνους κατάλληλους για να τιμωρήσουν τα εγκλήματα και να επιβάλλουν τις κατάλληλες ποινές. Σε αυτήν προσφεύγουμε όταν νιώθουμε όταν αδικούμαστε, αυτή θα επιληφθεί όταν τα κύτταρα της κοινωνίας λειτουργούν παραβατικά σε βάρος των συγκοινωνών τους.
Ετσι λειτουργεί η δημοκρατία: μέσω των θεσμών της, που αποτελούν και τις κατακτήσεις της. Κοινωνίες εξελικτικά ατελείς ή οπισθοδρομικές ίσως να επέτρεπαν την αυτοδικία ως τρόπο ανταπόδοσης του εγκλήματος και τιμωρίας του εγκληματία. Αλλά θα παρέμεναν πάντοτε πρωτόγονες, γιατί ο καθένας θα όριζε μόνος του τις αξιώσεις του και θα επιδίωκε την ικανοποίησή τους κατά το ίδιον δοκούν. Είναι ο περιλάλητος νόμος της ζούγκλας, για τον εξανθρωπισμό του οποίου χύθηκε πολύ αίμα.
Είναι ο βιβλικός κανόνας «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» (Έξοδος ΚΑ΄, 24), που εξανεμίστηκε στο διάβα των αιώνων, σαν την σκόνη της ερήμου, εκεί που διατυπώθηκε αρχικά. Ο Μαχάτμα Γκάντι είχε άλλωστε αποφανθεί ότι το μόνο αποτέλεσμα που θα έχει το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού», είναι ότι θα καταλήξει να κάνει όλο τον κόσμο τυφλό.
* Ο Ανδρέας Κότσιφας είναι δικηγόρος.