ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ*
Το ΕΣΥ, παρ' όλες τις αδυναμίες του να αντιμετωπίσει τις αυξημένες ανάγκες και τις σύγχρονες προκλήσεις, κατάφερε σε μεγάλο βαθμό να ανταποκριθεί στη μεγαλύτερη υγειονομική κρίση που αντιμετώπισε ποτέ η χώρα.
Σήμερα το Εθνικό Σύστημα Υγείας της χώρας μας, περιλαμβάνει 125 νοσοκομεία, 201 Κέντρα Υγείας, 1.487 Περιφερειακά Ιατρεία αγροτικών περιοχών, 200 Κέντρα Υγείας αστικού τύπου και 127 ΤΟΜΥ που καλύπτουν το 1/5 του πληθυσμού, καθ' ότι δεν ολοκληρώθηκε η πλήρης κάλυψη όλου του πληθυσμού σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό.
Η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ) είναι το πρώτο και κυρίαρχο σημείο επαφής μεταξύ των ατόμων, της οικογένειας και της κοινότητας με το σύστημα υγείας της χώρας, παρέχοντας υπηρεσίες προαγωγής της υγείας, προληπτική ιατρική , συμβουλευτική και θεραπευτική αγωγή και αποκατάσταση.
Θεμελιώδης αρχή λειτουργίας της ΠΦΥ είναι η διατομεακή συνεργασία με τους τοπικούς θεσμούς και τις κοινωνικές δομές, καθώς και η ενεργός συμμετοχή του πληθυσμού αναφοράς στον σχεδιασμό και στον έλεγχο της ασφάλειας και της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Η ΠΦΥ θα πρέπει να αποτελεί και ολοκληρωμένη φροντίδα ως έννοια αλλά και συνεχή διά βίου φροντίδα του ανθρώπου από τη γέννηση του μέχρι και τα γηρατειά. Ετσι αναδεικνύεται κυρίαρχα ως αναγκαιότητα ο θεσμός του οικογενειακού γιατρού. Μια προσπάθεια που ξεκίνησε να υλοποιείται και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αδρανοποιηθεί.
Ο οικογενειακός ιατρός γνωρίζει το ιστορικό του ασθενή, τις ανάγκες του, το περιβάλλον διαβίωσης και εργασίας του.
Δυστυχώς μέχρι σήμερα δεν κατέστη δυνατή η ολοκλήρωση του θεσμού του οικογενειακού γιατρού. Ο ασθενής πρέπει να αποτελεί το κέντρο σχεδιασμού του υγειονομικού χάρτη, οι ανάγκες, οι αξίες, οι επιθυμίες του να αποτελούν προτεραιότητα και πυξίδα του υγειονομικού προγραμματισμού. Ο Ελληνας ασθενής επιθυμεί να γνωρίζει τον γιατρό που θα επισκεφθεί, να του δίνεται ο απαιτούμενος χρόνος, να μην αισθάνεται ως «πρόβλημα» αλλά ως αποδέκτης της υγειονομικής φροντίδας και της κοινωνικής κρατικής μέριμνας.
Η κρίση της πανδημίας ανέδειξε την αναγκαιότητα διασύνδεσης της ομάδας υγείας με την κοινωνία και αποδείχτηκε περίτρανα η σημασία της συνεργασίας της κοινωνίας με τους δημόσιους φορείς. Η ομάδα υγείας θα πρέπει να αποκτήσει στενή διασύνδεση και επαφή με την οικογένεια και κατ' επέκταση με την κοινωνία, δημιουργώντας αμφίδρομες σχέσεις εμπιστοσύνης. Ετσι, θα μπορεί να συνεργάζεται και να παρεμβαίνει στην πρόληψη, στην αρμονική συνύπαρξη διαφορετικών λογικών και να πετυχαίνει το καλύτερο αποτέλεσμα. Να παντρεύει τη δημόσια υγεία με την κοινωνική φροντίδα.
Αν θέλουμε να μιλάμε για ΕΣΥ, για δημόσιο σύστημα υγείας που να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες απαιτήσεις, θα πρέπει να ολοκληρωθεί ο θεσμός του οικογενειακού γιατρού, της ομάδας υγείας αλλά και των ΤΟΜΥ, ώστε να πετύχουμε μια ομπρέλα κοινωνικής πρόνοιας και φροντίδας αλλά και ψυχικής υγείας που θα αγκαλιάζει το σύνολο της κοινωνίας.
Το συμπέρασμα μέσα από την τελευταία κρίση είναι ότι άντεξαν μόνο οι Δημόσιες Δομές υγείας λιγότερο ή περισσότερο ανά περίπτωση. Ο πολυδιαφημιζόμενος ιδιωτικός τομέας υγείας έμεινε τελικά ουραγός, απλά να παρακολουθεί τις εξελίξεις, ανήμπορος να προσφέρει σε καταστάσεις πανδημίας.
Οι κυβερνήσεις οφείλουν να οικοδομούν δημόσιες πολιτικές που να υποστηρίζουν την υγεία, οι οποίες βέβαια απαιτούν και απρόσκοπτη και γενναία χρηματοδότηση. Απαραίτητη επίσης, είναι η δημιουργία υποστηρικτικού περιβάλλοντος για την προαγωγή της υγείας. Η απόκτηση απαραίτητων δεξιοτήτων από τους πολίτες ώστε να μπορούν να ελέγχουν το επίπεδο της υγείας τους κρίνεται, επίσης, απαραίτητη.
Η επίτευξη του υψηλότερου δυνατού επιπέδου υγείας είναι ο σημαντικότερος παγκόσμιος κοινωνικός στόχος, του οποίου η υλοποίηση απαιτεί τη δράση πολλών κοινωνικών και οικονομικών τομέων πέραν του τομέα της υγείας.
·Ο Ανδρέας Α. Παναγιωτόπουλος είναι διευθυντής ΚΥ Βορείου Τομέα Πατρών, ιατρός Καρδιολόγος.