Θ' ανέβω και θα τραγουδήσω
στο πιό ψηλότερο βουνό
Ν' ακούγεται στην ερημιά
ο πόνος μου με την πενιά
Αυτά έγραφε ο στιχουργός Ευάγγελος Πρέκας, αυτούς τους στίχους μελοποίησε ανεπανάληπτα και ο ρεμπέτης, Λουκάς Νταράλας. Ναι, πολύ καλά το υποψιάζεστε. Γιατί ο δημοφιλής τραγουδιστής βαφτίστηκε να κουβαλά ένα Ρ, στα σχολικά του χρόνια, στη δεύτερη συλλαβή της ταυτότητας. Μονάχα που αυτός στα πρώτα του καλλιτεχνικά βήματα, ένιωσε πως θα του καθόταν καλύτερα να ανέβει το δικό του βουνό, συντροφιά με ένα Λ… Νταλάρας, με άλλα λόγια, και όχι Νταράλας, που ίσως στριμώχνεται άσχημα, στο αυτί και στο κοινό, πρωτίστως.
Το θέμα, βέβαια, είναι πώς θα καταφέρεις τελικά να σταθείς μπροστά στα βουνά, που θα ξημερώσουν ή και πολλές φορές, ενδεχομένως, ίσως και να ριζώσουν στη ζωή σου. Να βρεις πώς θα την παλέψεις με τις φωνές, την αλήθεια, τα ψέματα και ένα παραμύθι, στο οποίο θα πρέπει, υποτίθεται, να γίνεις ο ήρωας, ο πρωταγωνιστής του προσωπικού σου μύθου. Με ξωτικά, μάγισσες, πλανεύτρες σειρήνες και όσα χωρά ο νους και η φαντασία.
Ο χρόνος γράφει ότι, τότε ήμουν τριετής φοιτητής Φιλολογίας, στα Γιάννενα. Υγιής και ανυποψίαστος για όσα θα μου χτυπούσαν την πόρτα. Μετά από 3 μόλις χρόνια... Βουνά, που ανέλπιστα, απρόσμενα, απροειδοποίητα εισέβαλαν, απαιτώντας να μάθω να ζω, εδώ και 31 ολόκληρα χρόνια, με κάποια τέρατα, που φτάνουν στο σημείο να μετατρέπουν το κορμί σου, σ' ένα ανάπηρο, τσακισμένο κυπαρίσσι.
Εγώ, πάντως, ζούσα στο αστερισμό που θα ταίριαζε στο τίτλο του εμβληματικού βιβλίου: «Το σύντομο καλοκαίρι της Αναρχίας». Ενα μυθιστορηματικό οδοιπορικό, αφιερωμένο στο ματαιωμένο αγώνα όσων ονειροπόλων αγωνίστηκαν στον Ισπανικό εμφύλιο, ενάντια στον φασίστα Φράνκο. Διότι και εγώ, σαν ονειροπόλος νέος είχα διαλέξει παρόμοιο αναρχικό μονοπάτι, αφού με τους στίχους του Οδυσσέα Ελύτη, έθρεφα τη νεανική μου ψυχή: "Βαθιά στο χώμα και βαθιά στο σώμα μου θα πάω να βρω ποιος είμαι. Τι δίνω, τι μου δίνουν και περισσεύει πάντα το άδικο;" (Μικρός Ναυτίλος).
Και όντως, πήγα. Μαζί μ' έναν φίλο, έμπειρο ορειβάτη, τον Αποστόλη, εκ Πάτρας ορμώμενο. Φυγή με τις μηχανές. Γενάρη μήνα, καταχείμωνο, απόδραση στο Πάπιγκο, αποφασισμένοι ν' ανέβουμε στο καταφύγιο της χιονισμένης Αστράκας. Ήταν μία ανάβαση που κράτησε 6, 7 ώρες, στο φρεσκοπατημένο χιόνι. Ξεκινήσαμε μεσημεράκι, για να καταλήξουμε βράδυ, στο κλειστό καταφύγιο της Αστράκας. Νομίζω, σε ύψος 2000 μέτρων, περίπου. Εκεί, κατασκηνώσαμε έξω από το καταφύγιο, στην ύπαιθρο. Κατάκοποι, σ' ένα μαγευτικό χιονισμένο τοπίο. Κάτω από έναν έναστρο ουρανό που φάνταζε τόσο κοντινός στις σκηνές μας.
Την επόμενη, όταν ξυπνήσαμε, βγήκαμε έξω από τη σκηνή και αντικρίσαμε το μεγαλείο αυτών των εικόνων. Τόσο πρωτόγνωρων για κάποιον άνθρωπο της πόλης σαν και του λόγου μου. Μία μέρα μετά, πήγαμε και στην περιβόητη Δρακόλιμνη. Ήταν ένα φυσικό παγοδρόμιο. Κι ο χρόνος, θαρρείς, σχεδόν πάγωσε, προφητικά. Σε μία οδυνηρή ανθρώπινη Οδύσσεια.
Μετά από δύο χρόνια, μόλις, από εκείνη τη μυθική ανάβαση, νόσησα από σκλήρυνση κατά πλάκας. Από τότε, όμως - το λέω με το χέρι στην καρδιά - όλα αυτά τα χρόνια, δε σταμάτησα ποτέ ν' ανακαλώ ετούτο το ανέβασμα. Και κάθε φορά, μονολογώ πάντα την ίδια κουβέντα:
"Μη νομίζεις πως υπάρχουν πολλοί που αξιώθηκαν να ζήσουν ένα παρόμοιο θαύμα. Τουλάχιστον, εσύ το κατάφερες".
* Ο Γιάννης Δημογιάννης είναι φιλόλογος.